- περιδέομαι
- med. перевязываю себе
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
περιδένω — περιδέω, ΝΑ 1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω 2. περιβάλλω, περιζώνω 3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι … Dictionary of Greek